- ρώννυμι
- και ῥωννύω ΜΑ1. παρέχω δύναμη, ισχύ, δυναμώνω, ενισχύω2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ἐρρωμένος, -η, -ον ρωμαλέος, σθεναρός, σωματώδηςαρχ.1. έχω καλή υγεία, υγιαίνω2. (το β' εν. και το β' πληθ. πρόσ. προστ. μέσ. παρακμ.) ἔρρωσο και ἔρρωσθε(στο τέλος επιστολής) έχε υγεία, χαίρε3. παθ. ῥώννυμαι και ρωννύομαια) ενεργώ με δύναμη, βάζω τα δυνατά μου προκειμένου να πετύχω κάτι («ἔρρωντο εἰς τὸν πόλεμον», Θουκ.)β) (με απαρμφ.) είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι («οὕτω σφόδρα ἔρρωτο ἡ βουλὴ κακόν τι ἐργάζεσθαι», Λυσ.)4. (συν. ο παθ. παρακμ., και υπερσ. με σημ. ενεστ.) ἔρρωμαι, ἐρρώμην είμαι ή γίνομαι ρωμαλέος.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο ενεστ. ῥώννυμι είναι νεώτερος σχηματισμός, ενώ αρχαιότεροι είναι οι τ. τού αόρ. ἔρρωμαι και τού ουσ. ῥώμη. Η οικογένεια τού ρ. εμφανίζει θέμα ῥω(σ)- (πρβλ. ἄρ-ρωσ-τος), χωρίς να έχει εξακριβωθεί αν το -σ- είναι θεματικό (βλ. και λ. ῥώομαι). Κατά μία άποψη, που δεν φαίνεται πιθανή, πρόκειται για πελασγικό τ. που συνδέεται με τη λ. ὀργή. Ο τ. ῥωννύω αποτελεί θεματική μορφή τού ῥώννυμι (πρβλ. πήγνυμι: πηγνύω)].
Dictionary of Greek. 2013.